- εμπεριλαμβάνω
- (AM ἐμπεριλαμβάνω)1. περιλαμβάνω, περικλείω2. συμπεριλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπεριλαμβάνω — ἐν περιλαμβάνω embrace pres subj act 1st sg ἐν περιλαμβάνω embrace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
ԲԱԳՁԱՁԵՄ — (եցի.) NBH 1 400 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ն. ԲԱԳՁԱՁԵՄ կամ ԲԱԿՁԱՁԵՄ. περιλαμβάνω, ἑμπεριλαμβάνω completor, comprehendo Բովանդակել. բոլորել. պարփակել. պարագրել. ամփոփել. հաւաքել: *Յօրինէ կարգս վայելուչս եւ իւրում եւս պաղատանն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)